ἀπέργων

ἀπέργων
ἄπεργος
idle
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απείργω — ἀπείργω (Α) [είργω] 1. απομακρύνω, αποδιώκω, αποκλείω κάποιον 2. μέσ. απέρχομαι, απομακρύνομαι 3. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 4. αποκρούω, αναχαιτίζω, παρακωλύω 5. γίνομαι εμπόδιο, αποφράζω 6. χωρίζω, χρησιμεύω ως όριο, περιβάλλω 7. (για… …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • πρωτομαγιά — Η μόνη ελληνική λαϊκή γιορτή που δεν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Είναι η πρώτη ημέρα του Μαΐου, που γιορτάζεται και από την παραμονή. Την Π. πωλούνται και στεφάνια από άνθη. Παλαιότερα, τα στεφάνια αυτά τα έπλεκαν με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων,… …   Dictionary of Greek

  • λευκή απεργία — Μορφή διεκδικητικού αγώνα των εργαζομένων κατά των εργοδοτών τους, συγγενής με την απεργία. Συνίσταται στο ότι ο εργαζόμενος εμφανίζεται μεν στον χώρο εργασίας του, αρνείται όμως να εργαστεί (ενώ στην καθαυτό απεργία δεν παρουσιάζεται καθόλου… …   Dictionary of Greek

  • Ριντ, Τζον — (Reed, Πόρτλαντ 1887 – Μόσχα 1920). Συγγραφέας και δημοσιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1914 δημοσίευσε το βιβλίο του Το επαναστατημένο Μεξικό με το οποίο υποστήριξε τον επαναστατικό αγώνα… …   Dictionary of Greek

  • εισακούω — εισάκουσα, εισακούστηκα, εισακουσμένος, μτβ. 1. ακούω κάτι με ευμένεια και παραχωρώ αυτό που ζητούν: Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της. 2. το παθ., εισακούομαι οι υποδείξεις ή οι συμβουλές μου γίνονται δεκτές, περνάει ο λόγος μου: Δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφορά — η 1. φορά προς τα κάτω, κατέβασμα. 2. εχθρική εκδήλωση, επίκριση, κατακραυγή: Η καταφορά των απεργών εναντίον του εργατικού νομοσχεδίου. 3. (ιατρ.), είδος βαθιάς νάρκης μεταξύ κώματος και λήθαργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυβέρνηση — η 1. το να κυβερνά κανείς. 2. η εκτελεστική εξουσία:  Η κυβέρνηση παίρνει μέτρα κατά των απεργών. 3. υπουργικό συμβούλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”